λιμάρης

λιμάρης
-α, -ικο και λιμάρικος -η, -ο (Μ λιμάρικος, -η, -ον)
1. λαίμαργος, κοιλιόδουλος
2. φτωχός, πειναλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. -άρης (πρβλ. αγελαδ-άρης, κυνηγ-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιμάρης, -α, -ικο — λαίμαργος, πειναλέος: Γιατί μου κουβάλησες εδώ αυτούς τους λιμάρηδες; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιμάρικος — η, ο (Μ λιμάρικος, η, ον) βλ. λιμάρης …   Dictionary of Greek

  • λιμαριά — η [λιμάρης] λαιμαργία, βουλιμία …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”